- πορφυρική
- πορφυρ-ική, ἡ,A monopoly of purple-dyeing industry,
ἡ κατὰ Αυκίαν π. PTeb.8.31
(iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡ κατὰ Αυκίαν π. PTeb.8.31
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορφυρικός — ή, όν, ΝΑ [πορφύρα] το θηλ. ως ουσ. ἡ πορφυρική το μονοπώλιο τής κατεργασίας τής πορφύρας, τής βαφής πορφυρών υφασμάτων («ἡ κατὰ Λυκίαν πορφυρική», Πάπ.) … Dictionary of Greek
φερ(ρ)ιτίνη — η, Ν (βιοχ.) μη πορφυρική χρωμοπρωτεΐνη που απαντά στον σωλήνα και στο ήπαρ τών ζώων καθώς και στον μυελό τών οστών και η οποία αποτελεί τη μορφή με την οποία ο οργανισμός αποταμιεύει σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου,… … Dictionary of Greek